- ξυστάς
- ξυστά̱ς , συνίστημιBJ Prooem.aor part act masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυστάς — ξυστάς, άδος, ἡ (Α) βλ. συστάδα … Dictionary of Greek
συστάδα — η / συστάς, άδος, ΝΜΑ, και ξυστάς Α ομάδα από αντικείμενα, ιδίως δένδρα ή θάμνους, που στέκονται κοντά το ένα με το άλλο νεοελλ. το σύνολο τών δένδρων που φύονται σε μια δασική έκταση αρχ. 1. (κατά τον Πολυδ.) «ζυγὰς μὲν καὶ συστὰς ἡ ἀμπελόφυτος… … Dictionary of Greek